- θετικως
- θετικῶςadv.1) утвердительно, положительно
(λέγεσθαι Diog.L.)
2) в качестве основы, в виде предположения(χρῆσθαί τινι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέγεσθαι Diog.L.)
(χρῆσθαί τινι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θετικῶς — θετικός fit for placing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… … Dictionary of Greek
κατιών — ούσα, όν [κάτειμι] 1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω 2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ. α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια … Dictionary of Greek
υδροξώνιο — το, Ν χημ. θετικώς φορτισμένο ιόν, γνωστό και ως οξώνιο ή υδρόνιο, που σχηματίζεται κατά την πρόσληψη ενός πρωτονίου, ή υδρογονοκατιόντος, από ένα μόριο νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxonium] … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 15c գ. ἑγκέντρισις, ἑμφύτευσις insitio, insertio. Հիւսուած պատուածով. որպէս ագոյցք ոստոյ յոսա՝ առ նոր կամ առաւել պտղաբերութիւն նմանութեամբ՝ Զօդ. կցորդութիւն. սատար. պատկին, պատրուս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)